καταλήψιμος

καταλήψιμος
καταλήψιμος, -ον (Α) [κατάληψις]
1. αυτός που συντείνει σε σύλληψη και καταδίκη
2. αυτός που πρέπει να συλληφθεί και να καταδικαστεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταλήψιμον — καταλήψιμος to be seized and condemned masc/fem acc sg καταλήψιμος to be seized and condemned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”